- νελούμπο
- τοβοτ. βλ. νελούμβιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νελούμβιο(ν) — και νελούμπο, το βοτ. γένος διακοσμητικών υδρόβιων δικότυλων φυτών τής τάξης Νελουμπολώδη, τού οποίου ένα είδος είναι ο λωτός τών Αιγυπτίων, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, και ο Κύαμος ο αιγύπτιος τού Θεοφράστου και τού Διοσκορίδη, το ιερό άνθος τών… … Dictionary of Greek